- εβραιολόγος
- ο, ηεπιστήμονας που ασχολείται με την εβραιολογία (βλ. λ.), εβραϊστής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εβραιολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στην εβραιολογία … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
εβραϊστής — ο εβραιολόγος … Dictionary of Greek
Ντομπρόφσκι, Τζόζεφ — (Josef Dobrovsky, 1753 – 1829). Τσέχος ιησουίτης και φιλόσοφος. Σπούδασε σε ιησουίτικο κολέγιο και στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και έγινε διευθυντής σε σεμινάριο και μέλος της ρωσικής Ακαδημίας. Διακρίθηκε ως ιστορικός, ερμηνευτής, παλαιογράφος … Dictionary of Greek
Χαΐμης, Μωυσής — (1864 – 1929). Εβραιολόγος, ιουδαϊκής καταγωγής. Έζησε στην Ελλάδα. Διετέλεσε ανταποκριτής πολλών ξένων εφημερίδων και πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας της Κέρκυρας. Ίδρυσε στην Κέρκυρα τον Ισραηλίτη Χρονογράφο (1899 – 1901) και στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
εβραϊστής — ο εβραιολόγος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)